-
1 παρέρχομαι
παρέρχομαι (the other moods of the [tense] pres., and the [tense] impf. ( παρήρχοντο is found in Alciphr.Fr.6.15), as also the [tense] fut., are borrowed from πάρειμι ( εῖμιA ibo), cf. ἔρχομαι): [tense] aor. παρῆλθον, inf. - ελθεῖν, more rarely- ήλῠθον Theoc.22.85
(for παρενθεῖν, v. παρέρπω 11):—go by, beside, or past, pass by, of a ship, Od.16.357 ;ἧος μέγα κῦμα παρῆλθεν 5.429
; of birds, 12.62 ; of persons, A.Supp. 1004, etc.; [ παρῆλθεν ὁ κίνδυνος] ὥσπερ νέφος passed away, D.18.188.2 of Time, pass, Hdt. 2.86 ;παρεληλύθει τὰ Διονύσια Aeschin.3.69
; ὁ παρελθὼν χρόνος time past, E.Fr. 1028 (anap.) ; ὁ π. ἄροτος the past season, S. Tr.69 ; π. ὁδοί wanderings now gone by, Id.OC 1397 ;οἱ παρεληλυθότες πόνοι Pl. Phdr. 231b
, X.An.4.3.2 ;τῆς παρελθούσης νυκτός Pl.Prt. 310a
; ἐν τῷ παρελθόντι χρόνῳ in time past, of old, X.Cyr.8.8.20, etc. ; τὰ παρεληλυθότα past events, D.18.191 ; τὸ παρελθόν, opp. τὸ μέλλον, Arist. Ph. 218a9 ; ὁ παρεληλυθώς (sc. χρόνος) Id.Po. 1457a18, cf. Cat. 5a8, S.E.P.3.106.IIpass by, outstrip, esp. in speed, τινα Il.23.345;ποσὶν μή τίς με παρέλθῃ Od.8.230
; π. ἐν δόλοισιν surpass in wiles, 13.291 ;οὔ με δόλῳ παρελεύσεαι Thgn. 1285
; (lyr.) ; ; π. τῇ πρώτῃ στρατείᾳ to be superior, have the advantage, Aeschin.3.129 ;τοὺς λόγους τἄργα παρέρχεται D.10.3
; τὸ ψυχρὸν τοῦτ' ὄνομα, τὸ ἄχρι κόρου, παρελήλυθε has outdone that hackneyed phrase, 'to satiety', Id.19.187.2outwit, elude, 'give the go-by to', μὴ δὴ οὕτως.. κλέπτε νόῳ, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις (unless in signf. v) Il.1.132 ; ;φυλακὰς.. ἐούσας οὐδὲν χαλεπὰς παρελθεῖν Hdt.3.72
;π. τὴν πεπρωμένην τύχην E.Alc. 695
;τὴν ἐν τῷ ὅλῳ ψυχήν Plot.6.7.11
;τὰς αἰτίας καὶ τὰς διαβολάς D.18.7
.III pass on and come to a place, arrive at,ἐς τὰ δίκαια Hes.Op. 216
;εἰς τὴν δυναστείαν D.9.24
;εἰς τὴν οὐσίαν Luc. Gall.12
;ἐπὶ τὰ πράγματα Id.DMort.12.4
.2 passin,ἐς τὴν αὐλήν Hdt.3.77
, 5.92.γ ; ἔσω or εἴσω π. go into a house, etc., A.Ch. 849, S.El. 1337, etc.;ἔσω θυρῶνος Id.OT 1241
;εἴσω παρὰ τοὺς γηγενεῖς Ar.Nu. 853
: c. acc.,π. δόμους E.Med. 1137
, Hipp. 108 ; of an army,π. εἰς τὴν πόλιν βίᾳ X.An.5.5.11
;π. εἴσω Πυλῶν D.18.35
.3 metaph., εἰς παροιμίαν παρῆλθε τὸ πρᾶγμα passed into a proverb, Arist.Fr. 593 ; εἰς τὴν τραγικὴν.. ὀψὲ π. [ ἡ ὑπόκρισις] Id.Rh. 1403b23.IV pass without heeding,τεὸν βωμόν Il. 8.239
; disregard, slight ;νόμους D.37.37
; pass over, omit, οὐδὲν π. Ar.V. 637, cf. Pl.Phdr. 278e, etc.Vpass unnoticed, escape the notice of(v. supr. 11.2), mostly of things, πολλά με καὶ συνιέντα π. Thgn.419 ;οὐδέ μ' ὄμματος φρουρὰν παρῆλθε τόνδε μὴ λεύσσειν στόλον S.Tr. 226
; : abs., .VI come forward to speak, ἐς τὸν δῆμον π. Th.5.45;εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin.3.95
: freq. abs.,ταῦτα ἔλεγε παρελθὼν ὁ Ἀριστείδης Hdt.8.81
; , cf.Av. 1612 ; παρελθὼν ἔλεξε τοιάδε, π. εἶπε, Th. 2.59, X.Ap.10 ;ὁ βουλόμενος παρελθὼν ἐλεγξάτω Lys.25.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέρχομαι
-
2 ἐπιταχύνω
A hasten on, urge forward,τινὰ τῆς ὁδοῦ Th.4.47
; τὸν πόλεμον, τὴν ὁδόν, Plu.Per.29, Hdn.2.11.1 ; τὴν φράσιν making it rapid, Plu.2.1011e ;τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.20
;τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Paus.8.51.4
:—[voice] Pass.,ὑπὸ μαστίγων -όμενος Plu.Ant. 68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιταχύνω
-
3 ἀποφεύγω
A ; : [tense] pf.- πέφευγα X.An.3.4.9
, etc.:—flee from, escape, c.acc., Batr.42,47;σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει Thgn.1159
;τὴν πεπρωμένην μοῖραν Hdt.1.91
;τὴν μάχην Id.5.102
; (lyr.), cf. Pl.Ap. 30a;νόσον D.28.15
;ἀ. ἐκ τῶν πλησίον κωμῶν X.An.3.4.9
;ἐς Νίσαιαν Th.1.114
: rarely c. gen.,ἀ. τῆς φθορᾶς 2 Ep.Pet.1.4
: c. inf., auoid,λέγειν Phlp. in Ph.617.14
: abs., get safe away, escape, Hdt.1.1, 9.102, etc.; go free, of manumitted slaves, IG2.786, al.II as law-term,ἀ. πολλὸν τοὺς διώκοντας Hdt.6.82
;τινά And.1.123
;φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην Ar.Nu. 167
, cf. 1151; ; : c. dupl. acc. pers. et rei, .2 abs., get clear off, be acquitted, opp. ἁλίσκομαι, Hdt.2.174, Pl.Ap. 35c, D.18.103;κἂν.. εἰσέλθῃ φεύγων οὐκ ἀποφεύγει Ar.V. 579
.3 of a woman in child-birth, bring to birth,ἀ. τὸ παιδίον ἐν τῷ τόκῳ Hp.Mul.1.25
; also ἀ. τοῦ παιδίου ib.33: intr.,ἢν τὰ ὕστερα μὴ δύνηται ἀποφυγεῖν Id.Nat.Mul. 56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφεύγω
-
4 ἐκφεύγω
A , Pl.Smp. 189b, and :— flee out or away, escape: abs.,ἐκφυγέειν μεμαώς Od.19.231
, cf. A.Pers. 510, etc.;φεύγων ἐκφεύγειν Hdt.5.95
.b of persons accused, to be acquitted, Ar.V. 157.2 c. gen., escape out of,ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἤπειρόνδε Od.23.236
;νούσου Epigr.Gr.1041.9
; of things,βέλος ἔκφυγε χειρός Il.5.18
: with Prep.,ματρὸς ἐκ κόλπων APl.4.182
(Leon.).3 c. acc., escape,ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Il.11.362
;κῆρας Od.4.512
;κακότητα 5.414
;θανάτοιο τέλος Archil.6
;νοῦσον Hdt.1.25
;Σκύθας Id.6.40
;τὴν πεπρωμένην A.Pr. 518
;τὰν θεῶν νέμεσιν S.Ph. 518
(lyr.), etc.b simply, to have escaped, to be beyond,οὐ πολλὰ ἐκφεύγεις παιδιὰς ἔτη Pl.Plt. 268e
.c of things,ἐκπεφεύγασιν γάμοι με E.Hel. 1622
;ἐκφύγοι τὰ πράγματ' αὐτόν D.18.33
, cf. 19.123; ἐ. τὰς αἰσθήσεις escape one's sense, Arist.Fr. 208; also, escape one's lips, Pl.Ly. 213d: abs.,ἐκφεύγει τἀμελούμενον S.OT 111
, cf. Arist.Metaph. 1090b21.d ἐκφεύγοντες τὴν χιόνα τόποι places free from snow, Plb.3.55.7.e Astron., of stars, emerge from the Sun's rays, become visible, Autol.1.9, Gem.13.9, etc.f pass over, omit, Apollon.Cit.1.4 c. inf. (with or without Art.), Pl.Sph. 235b; οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ εἶναι .. Id.Phdr. 277e;τὸ μὴ ἕτερα εἶναι Id.Prm. 147a
;ἐ. τὸ ἀποθανεῖν Id.Ap. 39a
;μικρὸν ἐξέφυγε μὴ καταπετρωθῆναι X.An.1.3.2
; ἐκφεύξεται τὰ δύο will not admit of duality, Plot.3.8.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφεύγω
См. также в других словарях:
παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… … Dictionary of Greek
Рок или судьба — (μοϊρα, αΐσα, τύχη, άνάγκη, είμαρμένη, πεπρωμένη; см. Доля) имеет в древнегреческой литературе двоякое значение: первоначальное, нарицательное, пассивное предопределенной каждому смертному и отчасти божеству доли, участи, и производное,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона